slovnyk-ua.com Безкоштовний онлайн мова словник.

скорочувати на грецьки

Слово:
скорочувати (Кількість букв: 11)
Словник:
українською-грецьки
Переклади (38):
αμβλύνω, αποδυναμώνω, αποφεύγω, ασήμαντος, δέρνω, διώρυγα, εγκοπή, ελαττώνομαι, ελαττώνω, εξευτελίζω, επιβραδύνω, ερμηνεύω, καθαρίζω, κανάλι, κατακτώ, κοινός, κοπάζω, κοπανίζω, κράμπα, κόβω, μειώνομαι, μειώνω, μεταφράζω, νικώ, οριοθετώ, περιορίζω, σκάβω, σταθμός, συνηθισμένος, συντομεύω, ταπεινώνω, τμήμα, τραύμα, υπερνικώ, υποχρεώνω, φέρνω, χαμηλώνω, χτυπώ
Пов'язані слова:
грецьки скорочувати, скорочувати музику, антонім скорочувати, скорочувати на грецьки, αμβλύνω на українською
скорочувати на грецьки